- Τερψίας
- Τερψίας brother of Ptoiodoros, q. v. Πτοιοδώρῳ σὺν πατρὶ μακρότεραι Τερψίᾳ θ' ἕψοντ Ἐριτίμῳ τ ἀοιδαί (Er. Schmid e Σ: τερψια, -ιαι, -ιες codd.) O. 13.42
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τέρψιας — τέρψις enjoyment fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)